Οθνείος Έρωτας
Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη Θεολόγου – Φιλολόγου,
ΜΑ.,ΜΑ. Θεολογίας, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Αείπλανος ων, ουχί δε και αειμνήμων, αδυνατώ να συγκρατήσω νοερά στην αγαπητική διανοητική φαρέτρα μου τους έρωτες της ζωής μου, τους έρωτες που συμπεριλήφθησαν στην «αγλαόμορφη αγλωσσία» των καιρών εκείνων, στην αδιατρεψία της επιμονής μου να επείγομαι να αγαπήσω μπροστά στον επικείμενο και ανέραστο ερχομό του θανάτου[1]. Πάντα βέβαια, λυχνοφερόταν αμυδρά η διαχώριση της αγαπητικής ελευθερίας και της ελευθερώνουσας αγάπης, το αεικές της υπερβολής και της προσωρινότητας, η διασφάξ μεταξύ της αιθέριας υπερ-μορφής σου και της λοιπής κοσμικής πραγματικότητας.
Τόσα βράδια, ώρες αμέτρητες πεσμένες στα ρηχά και αβαθή νερά, αεικώμος να περιφέρομαι, άλλοτε ελκηρόν, άλλοτε αειλόγως και να διεκδικώ να ψηλαφίσω και να εναρμονίσω το ρυθμό της ανάσας μου στον ερωτικό βηματισμό σου, να διεκδικώ να οριοθετήσω το άγμα της συνειδησιακής μου ταυτότητας στο περίσσευμα της παρουσίας σου, να διεκδικώ να καταστώ λιπαρώς θεωρός της ευ-μορφίας του ειδώλου σου, έχοντας γνώση πια, πως «είδωλα εισίν οι έρωτες», είδωλα άνευ εύθηνα, είδωλα αν-εύθυνα. «Είδωλον εστίν» ο έρωτας επίπλαστο, αειχρόνιο και επίγειο, αελλόπον και δυσκίνητο, πραγματικό και ανύπαρκτο. «Είδωλον εστίν» ο έρωτας, οθνείος και γνώριμος, οικείος και μέτοικος, ευθύπορος και άνανδρος, διάπυρος και άτιμος. Και «είδωλον εστίν», ουχί δε επειδή δεν αυτοπεριορίζεται και αυτοπροσδιορίζεται, αλλά ένεκα θαρρώ, της αδυναμίας που καλλιεργεί, να τρέφει και να προκαλεί να ετεροπροσδιοριστεί όχι αφ΄εαυτού, αλλά αφ΄ετέρων, πάντοτε πρόσκαιρα και ευκαιριακά ¨εν καιρώ ευθέτω¨.
«Είμαι ήσυχος, εντελώς ήσυχος. Και μ΄απάντησε χαρούμενη πως θάλθει. Ελπίζει μέσα στα βουνά και στην πρασινάδα να γιάνει η αγάπη μου και τα χείλη μου να μη βλαστημούνε πλειά, μόνο να φιλούν. Και θάλθει χαρούμενη. Είμαι μόνος. Έφερα τις ζωγραφιές μου όλες και τις κρέμασα γύρω στους τοίχους. Τα χρυσάνθεμα και τις ξωτικές γραμμές και τους ήλιους που βασιλεύουν»[2]. Και αν περάσει χρόνος και καιρός και το ¨είδωλον ¨ του έρωτα σε αποπλανήσει πως υπάρχει, τότε ναι, δύνασαι να το φωνάξεις ως άλλος Ήφαιστος και να αποκαλυφθείς: «Κι όλοι στα γέλια σκάσανε θωρώντας του Ηφαίστου του πολυστόχαστου θεού τις τέχνες τις πανούργες. Κι έτσι ο καθένας έλεγε στο διπλανό γυρνώντας: ¨Ωστόσο , οι άσκημες δουλειές κακό το τέλος έχουν¨»[3]. Στην ουσία το ¨είδωλον¨ δεν υφίσταται, παρίσταται. Δεν υπάρχει αλλά συν-υπάρχει, πλην όμως συνυπάρχει ανέστια και εφάμαρτα, καθώς ο έρωτας αποπλανάται και επιθυμεί διακαώς να αποπλανάται για να υπάρχει και να κυριαρχεί δήθεν αποπλανημένος στην εθελούσια και αυτοθέλητη πλάνη του. Και τότε, εναγκαλίζεσαι το ¨είδωλον ¨ του έρωτα και παραδρομείς και επιστρέφεις τα «έδνα»[4] περίλυπος και αποπλανημένος διότι δεν έμαθες ακόμη να ερωτεύεσαι , δεν έμαθες ακόμη με τον έρωτα να ζεις!
Είμαι ήσυχος μονολογώ, εντελώς ήσυχος. Και μου απάντησε πως θάρθει! Τι και αν ανέμενα μέχρι τώρα, ώρες πολλές, τόσα βράδια και αναζητούσα την ερωτική παρουσία του ειδώλου σου! Πάντοτε να ενθυμούμαι την προσμονή, να επιποθώ την αποπλάνηση του νου, την καρδιακή και αελπτία μου περιδιάβαση στην αγλαόμορφη και πάνυ ακήρατη παρουσία σου. Τι και αν ανέμενα τόσα βράδια, δεν έμαθα ακόμη να ερωτεύομαι, δεν έμαθα ακόμη με τον έρωτα να ζω! Γιατί μάθε πως έρωτας σημαίνει την ενατένιση της γνώσης! Ποιάς γνώσης; Της γνώσης ότι ¨είδωλον εστίν¨ που αρέσκεται και αναζητά διακαώς και αενάως την αποπλάνηση!!!
Παραπομπές:
1.Πρβλ., Φάρου Φιλοθέου(Αρχιμ), Έρωτος φύσις, κυρίως το κεφάλαιο ¨Ο θάνατος και η έμμονη ενασχόληση με τον αυτονομημένο σωματικό έρωτα¨, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σελ. 132-139.
2. Καζαντζάκη Νίκου, Όφις και Κρίνο(επιμ. Σταύρου Πάτροκλος),εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2002, σελ. 97.
3. Οδύσσεια, 8, 324-332.
4. «Τα έδνα αποτελούσαν το ειδικό αντικείμενο των συνηθισμένων γαμήλιων συμβολαίων[στην Ομηρική κοινωνία]. Τα έδνα ήταν ένα είδος ενέχυρου, που τα έδινε ο γαμπρός στον πεθερό για τη νύφη που θα άφηνε το πατρικό της σπίτι, και το οποίο αργότερα με το γάμο δινόταν στη νύφη»,(Reinsberg Carola, Γάμος, Εταίρες και Παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα 2008, σελ. 25).