Πορφύριος ο Μίμος
Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Έφεσος 270 μ.Χ. επί βασιλέως Αυρηλιανού. Θεάματα, αγώνες, παραστάσεις και επιτόπιες θεατρικές σκηνές λοιδορούν τους χριστιανούς, διαπομπεύουν την πίστη τους, εξουθενώνουν τα περισσεύματα της υπομονής τους. Κεντρικός στόχος το θέαμα, η εικόνα, η άστοχη και άκαιρη συμμετοχή σ΄ένα απεχθές θεατρικό δρώμενο με μοναδικό σκοπό να διασκεδάσει ο όχλος, να ξεχαστεί, ν΄αποχαυνωθεί ακόμη περισσότερο, να πάψει να σκέπτεται και να λειτουργεί. «Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ΄, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές…» έγραφε ο ποιητής. « Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά – βγήκα ν΄ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον[…]ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών». Άνθρωποι περιφέρονται, θεατρίνοι, κάθε λογής παρατρεχάμενοι που αρέσκονται επί της ¨θέας¨ των αγνώστων , όλοι συνωστισμένοι ν΄ ακούσουν και να περιγελάσουν τους χριστιανούς με τα ακατανόητα και άρρητα μυστήριά τους, να περιγελάσουν με τον αρχηγό τους, τον Ιησού, που σταυρώθηκε και πέθανε ωσάν κακούργος.
Ανάμεσα στους θιασώτες χοροστατεί και επευφημείται ένας έξοχος μίμος, ο Πορφύριος, άνδρας εθνικός με ιδιαίτερη ικανότητα μιμητική και υποκριτική. Κάθε του παρουσία ξεσηκώνει τον όχλο, ζητωκραυγάζουν, χασκογελούν…! Αρκεί και μόνο η παρουσία του για να μεταστρέψει την κοινωνική ψυχολογία της μάζας, να τους παρασύρει μαζί του ¨αγεληδόν¨ και να συναγελάζονται αμφότεροι ¨μακάριοι¨ και ¨άγευστοι¨ του κόσμου αυτού. Η δε φήμη του ανδρός ήταν τεράστια. Η Αλεξάνδρεια τον καλούσε συχνά για ν΄ αποκαλύψει την υποκριτική του τέχνη και το ποικιλόμορφο ταλέντο του. Έτσι ζούσε ο Πορφύριος. Ήταν καιρός βέβαια που είχε πεθάνει η σύζυγός του και είχε μονάκριβο στήριγμα την κόρη του, όαση πνευματική και φωτεινή, τότε ακριβώς, όταν επέστρεφε στο σπίτι σκοτεινός και μελαγχολικός, μακριά από τα κίβδηλα χειροκροτήματα και τα ψεύτικα θεάματα.
Πέρασαν τα χρόνια και αιφνίδια πέθανε και η κόρη του. Ο Πορφύριος περίλυπος, απογοητευμένος, αποσύρθηκε από τα ¨θέατρα¨, περιφερόταν στους δρόμους ωσάν σαλός, χωρίς στήριγμα, χωρίς παρηγοριά. Πού να βρεθούν χειροκροτητές και θαυμαστές τώρα! Μέρη του θεάματος αμφότεροι, ως θέαμα ήρθε η ώρα ν΄αντιμετωπιστεί. Ίσως, σκέπτομαι, ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς να εμπνεύστηκε απο τον βίο του Πορφυρίου και να έγραψε τα παρακάτω: “Όταν γυρίζει πίσω η ματιά μου, στα περασμένα χρόνια, στα παληά μου, Και μου περνούν μπροστά μου ένα ένα, δίχως να λάμπης μέσα τους Εσύ, μου φαίνονται γυμνά και ασχημισμένα, και η μνήμη μου τα διώχνει, τα μισεί […] Άχ! Να μπορούσαν πάλι νάρθουν πίσω οι χρόνοι μου οι χαμένοι και φτωχοί. Μ΄εσένανε κ΄εκείνους να στολίσω, Συ να τους δώσης πλούτη και ψυχή”.
Μοναδικό στήριγμα του Πορφυρίου ένας χριστιανός της Αλεξάνδρειας. Τον πλησίασε, του μίλησε για τον Κύριο Ιησού Χριστό, για τα σεπτά Του πάθη , τον Σταυρικό θάνατο και την Παναγία Του Ταφή, για την υπέρλαμπρη και ζωηφόρα Ανάστασή Του. Ο Πορφύριος ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και αποσύρθηκε στη μόνωση του μέσα στην πόλη, εκεί που κάποτε ¨μεγαλούργησε¨, εκεί που κάποτε αναλώθηκε περιγελώντας τους χριστιανούς και την πίστη τους. Τώρα μετανοιωμένος, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, μπορούσε ν΄αντικρύσει το ουσιαστικό , το αληθινό ¨θέαμα¨ της ύπαρξης του, την αληθινή εικόνα του Θεού μέσα του. Αξιώθηκε δε να λάβει το στεφάνι του μαρτυρίου υπό το ξίφος του δημίου , καθώς δεν αποδέχθηκε τις δελεαστικές προτάσεις του επάρχου της περιοχής για ν΄αποκηρύξει τον Ιησού Χριστό και να επανέλθει στην προγονική του ειδωλολατρική πίστη.
Ο Πορφύριος ο μίμος. Η Αγία μας Εκκλησία πανηγυρίζει την αγιασμένη μαρτυρική του θυσία την 4η Νοεμβρίου εκάστου έτους. «Και έσονται οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι». Πώς οικονομεί η Θεία Πρόνοια! Αναρωτήσου και εσύ φίλε αναγνώστη, αγαπημένα μου Θαλασσοπούλια, αναρωτηθείτε και μείνετε σταθεροί στην πίστη μας, σταθεροί στην πραγμάτωση των ονείρων σας και των προσδοκιών σας, σταθεροί στην αγάπη του Θεανθρώπου Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και να θυμάστε αγαπητικά, μέσα στα εναρμόνια κυκλαδίτικα καταγάλανα νερά, τα λόγια του ποιητή: «Καθένας σκύβοντας στο μεγάλο Ωκεανό, παίρνει όσο ωκεανό μπορεί να χωρέσει η χούφτα του. Μα και στην πιο μικρή στάλα, το μάτι του μύστη χαίρεται τον Θεό ολάκερο, δίχως ακρογιάλι, δίχως βυθό, ακατάλυτο, ένα και αρίφνητο, που μόνο η καρδιά του ανθρώπου μπορεί να τον χωρέσει».