Οι τρεις Ιεράρχες ως φωστήρες της Οικουμένης

2016-02-22 18:09
 
 
Δημήτριος Π. Λυκούδης,
Θεολόγος – Φιλόλογος, Υπ. Δρας Παν/μίου Αθηνών


 

 

Οικουμενικοί διδάσκαλοι και φωστήρες της απανταχού γης αναδείχθηκαν οι προστάτες της ελληνικής Παιδείας και των γραμμάτων, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος(1). Πνευματικά αναστήματα ανείπωτης υπεροχής, σκαπανείς και μύστες της ορθοδόξου πνευματικότητος, που κατόρθωσαν να συγκεράσουν στοιχεία του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και προέτρεψαν ακουσίως τον πατέρα Γεώργιο Φλορόφσκυ ν΄αναφέρεται στον ελληνισμό ως αξεδιάλυτο στοιχείο της Ορθοδοξίας, στοιχείο που, αν αφαιρεθεί, χάνεται ένα ουσιαστικό, ίσως το ουσιαστικότερο κομμάτι της(2).
 

Η κοινή εορτή των Αγίων καθιερώθηκε τον ΙΑ΄αιώνα επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού, από τον Επίσκοπο Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα(3) και, επί της ουσίας, έλαβε τέλος η έριδα και η  ασύμφορος διαμάχη της εποχής εκείνης μεταξύ των λογίων, καθένας εκ των οποίων υποστήριζε την υπεροχή του ενός πατρός έναντι του άλλου.
Η συμβολή όμως των Τριών Ιεραρχών στην ελληνική Παιδεία και στο χώρο των γραμμάτων, πέρα από την οικουμενικότητα που κομίζει η χριστοκεντρική διδασκαλία τους, έχω την αίσθηση, έγκειται στην ιδιαιτερότητα και ελευθερία του πνεύματός τους, καθώς αποτέλεσαν πρότυπα αδιάσειστης υπεροχής και ορθοπραξίας, άνθη μυρίπνοα που, διά της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, ¨μεταμορφώθηκαν¨ σε σκεύη εκλογής και ¨πάγχρυσα στόματα¨ της αληθείας. Οι δε σπουδές τους ήταν ποικίλες και πολυσήμαντες, παρά ταύτα, όμως, η πρόταξη της αρετής και η βιωματική έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας υπήρξε το ακούραστο και καίριο μέλημά τους.
Κοινός παρανομαστής ενάντια στην φιλάρετη βιοτή τους στάθηκαν οι κακουχίες, οι αιρετικοί, οι ¨δυνατοί¨ της εποχής, εκκλησιαστικοί ηγέτες και πολιτικοί άρχοντες, φίλοι εννίοτε και συγγενείς, πάλαι ποτέ συνεργάτες και ευεργετημένοι ποικιλοτρόπως ¨συνοδοιπόροι¨. «Όλα έβαλαν υπογραφή για το τέλος του. Ο κόσμος είχε κουρασθεί από τη δυνατή παρουσία του άνδρα. Ήταν τόσο μεγάλος που δεν τον άντεχε. Σιωπηλά ήθελε το θάνατό του […] Ο Βασίλειος μπήκε στο μονόδρομο του θανάτου»(4).
Και ωσαύτως, ακόμη και νεότεροι ¨στοχαστές¨ ανίεροι και ανεύθυνοι, ετόλμησαν να συμπεριλάβουν τον υψιπετή αετό της αρετής στα πλανεμένα και πανούργα δίκτυά των: «Υποστηρίζεται δηλαδή με λίγα λόγια ότι ο Γρηγόριος ήταν μια ρομαντική, ασταθής και διεσπασμένη προσωπικότητα, που φερόταν από δύο αντίθετες ροπές: επιθυμούσε να αναμιχθεί στη διοίκηση της Εκκλησίας, μόλις όμως το κατόρθωνε, κυριευόταν λόγω δειλίας από το αίσθημα της φυγής, της απομακρύνσεως από τις ευθύνες και έφευγε»(5). Αυτοί είναι όμως οι ¨άνθρωποι του Θεού¨, τα μελίρρυτα στόματα της αληθείας, οι αδάμαντες της ελεύθερης και εκκλησιοκεντρικής βουλήσεως.
Πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου βεληνεκούς που δεν εκάμφθησαν από τις απειλές των τυράννων, μάλλον δε, δίδαξαν και διδάσκουν καθημερινά χριστοκεντρικό ήθος και πνευματικό φιλότιμο, διδάσκουν ¨Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα¨. «Τα σχετικά δύο πρώτα χρόνια της διακονίας του Ιωάννου στην Κωνσταντινούπολη διαδέχθηκε η περίοδος των δοκιμασιών και των διωγμών […] Αποκορύφωμα της κατά του Χρυσοστόμου τακτικής υπήρξε η επί Δρυν Σύνοδος, στην οποία πήραν μέρος 36 επίσκοποι, εκ των οποίων οι 29 ήσαν κατά του Χρυσοστόμου […] Ο Ιωάννης καθαιρέθηκε και εξωρίσθηκε»(6).
Οι Τρεις Ιεράρχες, πέραν από προστάτες της Παιδείας, προβάλλουν ως αείχρονοι θεματοφύλακες της Πίστεως, και δη της Ορθοδόξου, προσπάθεια που δια βίου στήριξαν στην αυτοθέλητη μόνωση και καλλιέργεια των αρετών. Ηγάπησαν τις συκοφαντίες και τις λοιδορίες, τους εξευτελισμούς από τους χαμερπείς και ουσιαστικά αδύναμους, αναπαύτηκαν στο περιθώριο του κόσμου και κατέκτησαν το περιβόλι του Ουρανού. Δίδαξαν διά της σιωπής τους, ενουθέτησαν διά του φιλομόναχου και ησυχαστικού βίου τους, εταλάνισαν την αμαρτία και τους ένθερμους υποστηρικτές της διά του απαράμιλλου σθένους τους!
Μα πιότεροι, οι Τρεις Ιεράρχες, δίδαξαν πνευματική αρχοντιά και εναργές εκκλησιολογικό φιλότιμο. Δίδαξαν και διδάσκουν και σήμερα τους απανταχού της γης διδάσκοντες και διδασκόμενους ότι η αγιότητα κατακτιέται με κόπους και αγώνες πνευματικούς, με αγαπητικές θυσίες στη μέθεξη της Αγάπης Του, με πνεύμα σωφροσύνης, διακρίσεως και ταπεινότητος. Είναι τα ¨πάγχρυσα¨ στόματα της αληθείας, που δεν έπαψαν, δε θα πάψουν να μας προτρέπουν, να σε προτρέπουν να αγαπήσεις, να εναγκαλιστείς δια βίου και εσαεί εκείνο που ονόμασαν ¨πνευματικό φιλότιμο!¨.

 

 
 Παραπομπές:

 

1.Ενδεικτικά για τις βιογραφίες των τριών Ιεραρχών βλ. σχ., Παπαδόπουλου Στυλιανού, Η ζωή ενός Μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2008, Ιωάννης Χρυσόστομος, Ζωή, Αθήνα 1989, Χρήστου Παναγιώτου, Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μύστης της θείας ελλάμψεως, Θεσσαλονίκη 1990, Παπαδόπουλου Στ., Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόμος Α΄, Αθήνα 2006 και τόμος Β΄, Αθήνα 1999, Χρήστου Π., Ελληνική Πατρολογία, τόμος Γ΄, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987.

 

2.Πρβλ., Γαζή Έφη, Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών, Μια γενεαλογία του ¨Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού¨, Νεφέλη, Αθήνα 2004, σελ. 34-36.

 

3.Σαμουράκη Γεωργίου, Οι Τρεις Ιεράρχες και η Ελληνική Παιδεία, στο περιοδικό ¨Άγκυρα Ελπίδος¨, τεύχος 78, Ιανουάριος – Φεβρουάριος, σελ. 8.


4.Παπαδόπουλου Στ., Η Ζωή ενός Μεγάλου, σελ. 492.
 

5.Ζήση Θεοδώρου(πρωτοπρ.), Η Ιερωσύνη κατά τον Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, στο περιοδικό ¨Θεοδρομία¨, τεύχος, 1, Ιανουάριος – Μάρτιος 2005, σελ. 60.

 

6.Σκουτέρη Κωνσταντίνου, Ιστορία Δογμάτων, τόμος Β΄, Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τέταρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, Αθήνα 2004, σελ. 623. « Ο ι. Χρυσόστομος φαίνεται άριστος γνώστης της ψυχής του ανθρώπου. Οι ψυχολογικές γνώσεις του ι. πατρός προέρχονται τόσο από τη ¨θύραθεν¨, όσο και από τη χριστιανική Γραμματεία (αγιογραφική και πατερική). Αληθινός άνθρωπος είναι μόνο ο ¨φιλών¨ το Θ. Λόγο και την ¨άνωθεν¨ σοφία», Τσιτσίγκου Σπύρου, Η Ψυχή του Ανθρώπου κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2000, σελ. 308.