ΛΑΛΕΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΑΙ ΣΟΥ ΑΚΟΥΟΥΣΙΝ:
Μάθημα: Ορθόδοξο λεξιλόγιο - Γλωσσάριο
"Απλωταριά"= εξώστης, "μπαλκόνι" καλογερικό.
"Βουρδουνάρης" = μοναχός επιφορτισμένος με την φροντίδα των ημιόνων.
"Βηματάρης" = διάκονος ή ιερέας ή μοναχός που φέρει την ευθύνη του ιερού βήματος.
"Αρσανάς" = λιμανάκι, προβλήτα μονής ή σκήτης.
"Αρχονταρίκι" = ιδιαίτερος χώρος φιλοξενίας μονής ή σκήτεως ,
όπου προσφέρονται τα κεράσματα υποδοχής και κανονίζεται η διαμονή των προσκυνητών-επισκεπτών.
"Αρχοντάρης" = μοναχός που έχει επιφορτιστεί με το παραπάνω διακόνημα.
Συνήθως πλαισιώνεται από τον παραρχοντάρη βοηθό του.
"παραδελφοί" = μοναχοί που έχουν λάβει την κουρά από τον ίδιο Γέροντα,
"μανδύας" [καλογερικός] = μακρύ ένδυμα πτυχωτό χωρίς μανίκια, που φορούν οι διακονητές του ναού πάνω από το ράσο κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών,
"ταμπάκης" = υποδηματοποιός και κατεργαστής δερμάτων,
"νεκροκρέββατο" = ξύλινο φορείο για την μεταφορά του κεκοιμημένου μοναχού έως τον τάφο,
"καθισματάρης" = ο μοναχός που εγκαταβιώνει σε κάθισμα,
"κάθισμα" = είδος ησυχαστηρίου κοντά στην κυρίαρχη μονή, τροφοδοτούμενο και συντηρούμενο από αυτήν.
"Δοχειάρης" = ο διακονητής του "δοχείου", της αποθήκης [λάδι, κρασί κ.ά.],
"Λουσέρνα" = λυχνάρι απο γυαλί που καίει με λάδι,
"Σερδάρης" = αστυνομική αρχή παλαιότερα της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τιμητικά [δύο ή τρεις].
"Τρακάδα" = Καυσόξυλα τακτοποιημένα σε στοίβες,
"Τεμπελόξυλο"= Ξύλο σε σχήμα Τ , για να στηρίζονται σε αυτό οι μοναχοί και να προσεύχονται αδιαλείπτως.