Αυτές τις γειτονιές τις πρόλαβα.
Ερχόμουν μικρός στα προσφυγικά, εκεί που κατοικούσε η μακαριστή γιαγιά μου, στον Πειραιά,
μετά τον ερχομό τον προσφυγικό τους από την μαρτυρική Σμύρνη, δύο περίπου ετών.
Ενθυμούμαι αμυδρά τις "αγιασμένες" εκείνες συνήθειές τους,
το ασβέστωμα της αυλής εκάστην πρώτη του μήνα,
την παστρική τους συνήθεια να καταβρέχουν λίαν πρωί και το απομεσήμερο τους δρόμους,
τα κάρα με τις πραμάτειες που διέρχονταν τα στενά σοκάκια και αναφωνούσαν με παρατσούκλια,
συνήθως με τον τόπο καταγωγή τους καθέναν γείτονα!
Κυρίως, συγκρατώ στη μνήμη μου τα βράδια εκείνα,
που λάμβανε χώρα η μάζωξη στα πεζοδρόμια της εποχής,
έξω από την κεντρική αυλόπορτα κάθε νοικοκύρη και μαζεύονταν όλη η γειτονιά!
Τι κεράσματα, τι γλυκά του κουταλιού, τι τραγούδια στόμα με στόμα, τι πειράγματα!
Τώρα εξέλειπαν οι γιαγιάδες εκείνες και μαζί αφανίσθησαν και οι υπαίθριες εκείνες συνάξεις.
Μα ευτυχισμένος θαρρώ, μακάριος όστις εξ ημών μπορεί και "γοητεύεται",
όστις κρατά σφαλερά στους δομούς πέραν της λησμονιάς ετούτες τις εικόνες.
Μόνο τότε , αλήθεια γράφω, μόνο τότε δύνασαι να καυχιέσαι ότι δεν εξέλειπαν πανταχόθεν,
δεν αφανίσθησαν εκείνες οι γειτονιές...