Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης (Αφιέρωμα μηνός Μαΐου 2014)

Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης (Αφιέρωμα μηνός Μαΐου 2014)

ΛΑΛΕΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΑΙ ΣΟΥ ΑΚΟΥΟΥΣΙΝ:

 

 "Εν αρχή ην ο Λόγος, καί ο Λόγος ην προς τον Θεόν , καί Θεός ην ο Λόγος" [Ιωάν. 1,1].

Σαφής και ξεκάθαρη αναφορά του αγίου ευαγγελιστού και αγαπημένου μαθητού του Κυρίου. Ο Ιωάννης τονίζει ως "Λόγο" του Θεού τον Κύριο Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Παναγίου και Αδιαρέτου Τριάδος. Ασφαλώς, ο Λόγος του Θεού δεν ακούστηκε από την αρχή της δημόσιας δράσης Του, αλλά ¨εν αρχή", δηλάδή ως προαιώνιος και αίδιος, υπάρχει προ της ύλης και αυτής της κτιστής δημιουργίας, υλικών και αύλων. Που εισί οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Χιλιαστές, που δεν αποδέχονται τη θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού και ως επόμενοι του μιαρού Αρείου διδάσκουν ότι "ην ποτέ ότε ουκ ην;" Εάν δε σπεύσουν να αντιπαραθέσουν τον όρο "Λόγος" του Φίλωνος με τον ως άνω "Λόγο" του Ιωάννου, παραθέτουμε ότι ο μεν πρώτος "Λόγος" του Φίλωνος αναφέρεται καταχρηστικά ως "Θεός" σε σχέση με τους ατελείς και κτιστούς ανθρώπους[!!!], ενώ ο "Λόγος" του Ιωάννου φανερώνει την ενότητα και αυτή ουσία μεταξύ Πατρός και Υιού.
[ Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού...]

 Δημητρίου Π. Λυκούδη 

 

"Στα τέλη λοιπόν του 323, σε ηλικία μόλις 49 ετών, ο Κωνσταντίνος είναι πια ο μόνος κύριος σε ολόκληρο το ρωμαΐκό κράτος, νικητής, δυνατός κι επιδέξιος, ικανός ως ηγέτης ν΄ αποκαταστήσει την τόσο εύθραστη και χαλαρή ενότητα της αυτοκρατορίας. Δεν του μένει παρά να κυβερνήση το απέραντο κράτος και ν΄ ασφαλίση τα σύνορά του από τις επιδρομές των βαρβάρων. Στα πρώτα του καθήκοντα δίνει προτεραιότητα να ανανεώση και να φέρει σε ισχύ το Διάταγμα των Μεδιολάνων, με δυό νόμους τους οποίους υπογράφει ο ίδιος και τους οποίους μας διέδωσε ο Ευσέβιος. Στον πρώτο νόμο ο Κωνσταντίνος αναφέρει ρητώς και πιό γενναιόδωρα από άλλοτε, ότι αποζημιώνει τους Χριστιανούς για όσες αδικίες έπαθαν επί Λικινίου και αποκαθιστά την χριστιανική Εκκλησία στην ελευθερία την προ των διωγμών. Στον δεύτερο νόμο, που μοιάζει περισσότερο με προσευχή, θέτει τον εαυτό του υπό την σκέπην του Θεού" [Αγία Ελένη, Μια Εστεμμένη Αγία, Ζωή, Αθήνα 1998, σελ. 89-90].

 

"Από τη νύχτα της 12ης Απριλίου 1204, το λαμπρότερο κέντρο της Χριστιανοσύνης ήταν μια πόλη γεμάτη ερείπια και στάχτες. Οι επαύλεις και τα σπίτια των μεγάλων οικογενειών λεηλατήθηκαν, τα μεταξωτά και οι πλούσιες ιματιοθήκες έγιναν στάχτη, οι στέγες κατέρρευσαν από τις φλόγες. Βιβλιοθήκες και αρχειακά έγγραφα, αν δεν είχαν ήδη καεί, ήταν εκτεθειμένα στη βροχή, βορά των εντόμων και των τρωκτικών. Πολλά από τα μικροαντικείμενα της καθημερινής ζωής, εργαλεία, μαγειρικά σκεύη, εικονοστάσια και προσευχητάρια, παρακαταθήκη αιώνων πολιτισμού, σκορπίστηκαν και καταστράφηκαν. Ορισμένα από τα λάφυρα που άρπαξαν οι κατακτητές σώζονται σήμερα σε Δυτικά θησαυροφυλάκια, όμως πλήθος περίτεχνων αντικειμένων χάθηκαν στη λεηλασία του 1204" [Τζούντιθ Χέριν, Τι είναι το Βυζάντιο; Ωκεανίδα, Αθήνα 2008, σελ. 500-501].

 

"Από τους στρατιώτες που πέρασαν μέσα από το φράχτη ή από την Κερκόπορτα, πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Κατέβαλαν τη βενετική φρουρά του και άρχισαν να αρπάζουν όλους τους θησαυρούς του, καίγοντας βιβλία και εικόνες μόλις αποσπούσαν τα καλύμματα και τα πλαίσια με τα κοσμήματα, και σπάζοντας τα ψηφιδωτά και τα μάρμαρα στους τοίχους. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη..."[Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σελ. 217].

 

Το προσκυνηματικό ταξίδι της Αγίας Ελένης στους Αγίους Τόπους, σε ήδη αρκετά μεγάλη ηλικία, της το υπαγόρευσε και ένας άλλος ιδιαίτερος λόγος. Η Ελένη ήθελε μεν να "εξαγάγη την γην ταύτην, εν η εγεννήθη και απέθανεν ο Σωτήρ, εκ της αθλίας καταστάσεως εις ην εν τω μεταξύ είχε περιέλθει, επιζητήση δε επί του χώρου τούτου, του ποτισθέντος υπό του αγίου εκείνου αίματος, την εξιλέωσιν των παρά του υιού αυτής πραχθέντων αμαρτημάτων" [Παπαρηγόπουλου Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Β΄, μέρος Β΄, σελ. 122].

 

"Η πύλη είχε φρακάρει από χριστιανούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να διαφύγουν, καθώς έπεφταν επάνω τους όλο και περισσότεροι γενίτσαροι. Ο Θεόφιλος φώναξε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει και εξαφανίστηκε μέσα στις ορδές που κατέφθαναν. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος γνώριζε τώρα ότι η αυτοκρατορία ήταν χαμένη, και δεν επιθυμούσε να ζήσει περισσότερο από αυτήν. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά του εμβλήματα και με το δον Φρανσίσκο και τον Ιωάννη Δαλμάτη στο πλευρό του ακολούθησε το Θεόφιλο. Δεν τον ξαναείδαν πια" [Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σελ. 208-209].

 

Προετοιμασίες για την πολιορκία:
"Ο ίδιος ο Μωάμεθ περνούσε πολλές νύχτες αγρύπνιας εκείνο το χειμώνα, καθώς σκεφτόταν την εκστρατεία του. Λέγεται ότι μπορούσε κανείς να τον δει τα μεσάνυχτα να βηματίζει στους δρόμους της Αδριανούπολης, ντυμένος σαν απλός στρατιώτης, και ότι, όποιος τον αναγνώριζε και τον χαιρετούσε θανατωνόταν αμέσως" .[Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σελ. 124-125]

 

"Η μόνη ελπίδα που απόμενε στον αυτοκράτορα και το λαό του ήταν να φτάσει έγκαιρα ο στόλος που η Βενετία είχε υποσχεθεί, πριν εξαντληθούν τα πολεμοφόδια και οι προμήθειες των τροφίμων τους. Όμως η ελπίδα έσβησε όταν ένα βενετσιάνικο πλοίο που είχε αποπλεύσει για περιπολία στο Αιγαίο Πέλαγος, επέστρεψε αναφέροντας πως κανένας στόλος δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα. Το ηθικό του λαού άρχισε να καταρρέει. Οι λιποταξίες έγιναν συχνότερες. Τα τρόφιμα σπάνιζαν, και τα νεύρα και τα πνεύματα οξύνθηκαν πολύ. Ο Ιουστινιανός και ο Νοταράς κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον για δειλία και προδοσία. Οι Βενετοί και οι Γενουάτες φιλονικούσαν τόσο βίαια..." [Donald.M.Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2012, σελ. 601]

 

"Ο Κωνσταντίνος , όστις προ καιρού είχε τιμήσει την μητέρα αυτού ως βασίλισσαν, απένειμεν ήδη αυτή πλείστα έτερα ευλαβείας δείγματα και μετ΄ ολίγον αποθανούσαν εν αρχή του έτους 328, εις ηλικίαν ετών περίπου 80, εκήδευσε μεγαλοπρεπέστατα, μετακομίσας βραδύτερον τα οστά αυτής εις την νέαν του κράτους πρωτεύουσαν. Διότι ο Κωνσταντίνος επήρχετο τότε από δυσμών προς ανατολάς, τούτο ιδίως το μέγα μελετών καθ΄ εαυτόν βούλευμα" [Παπαρηγόπουλου Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Β΄, μέρος δεύτερο, σελ. 123]

 

"Προαισθανόμενη το τέλος της, συνέταξε τη διαθήκη της και μοίρασε την περιουσία της στο γιό και τα εγγόνια της[...] Συμβούλεψε τον Κωνσταντίνο να διοική με δικαιοσύνη και αγιότητα και άφησε την τελευταία της πνοή στα χέρια του γιού της, που τόσο είχε αγαπήσει και στον οποίο αφειδώς έδωσε τις πιό πρόθυμες φροντίδες, γεμάτη χαρά και ειρήνη. Η ημερομηνία του θανάτου της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Όλοι οι βιογράφοι συμφωνούν ότι ήταν το 327-328, λίγο καιρό μετά το προσκύνημα, νικημένη από το χρόνο. Τον θάνατο της Αγίας Ελένης ακολούθησε ένα πάνδημο πένθος"[Αγία Ελένη, μια εστεμμένη Αγία, Ζωή , Αθήνα 1998, σελ. 159].

 

"Το απόγευμα της Δευτέρας, 28 Μαΐου, ήταν καθαρό και λαμπερό[...] Περίπου στις μιάμισυ το πρωί, ο σουλτάνος, έκρινε ότι όλα ήταν έτοιμα και έδωσε τη διαταγή για την επίθεση. Ο ξαφνικός θόρυβος ήταν τρομακτικός. Σε όλη την έκταση της γραμμής των τειχών οι Τούρκοι όρμησαν στην επίθεση, βγάζοντας τις πολεμικές κραυγές τους, ενώ τους παρότρυναν τύμπανα, σάλπιγγες και φλογέρες. Τα χριστιανικά στρατεύματα περίμεναν σιωπηλά, όταν όμως οι φρουροί στους πύργους έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού, οι εκκλησίες κοντά στα τείχη άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες τους, και η μία εκκλησία μετά την άλλη στην πόλη μετέδιδε τον ήχο..." [Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σελ. 201].

 

"Μια ομάδα από τριακόσιους Ανατολίτες όρμησε προς το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί, κραυγάζοντας ότι η πόλη ήταν δική τους. Αλλά, με τον αυτοκράτορα επικεφαλής τους, οι Χριστιανοί τους περικύκλωσαν, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος και απωθώντας τους υπόλοιπους πίσω στην τάφρο. Η ανάσχεση προκάλεσε σύγχυση στους Ανατολίτες. Η επίθεση ανακλήθηκε, και αποσύρθηκαν στις γραμμές τους. Με θριαμβευτικές κραυγές οι αμυνόμενοι καταπιάστηκαν και πάλι με την επισκευή του φράχτη..." [Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σελ. 204-205].

 

"Ο Μωάμεθ ο Β΄ είχε συγκεντρώσει έναν τεράστιο στρατό που έφτανε τους 60.000 στρατιώτες και τους 140.000 βοηθητικούς , ενώ η αμυντική δύναμη του Κωνσταντίνου δεν ξεπερνούσε τους 8.000 μαχητές [...] Όταν ο Μωάμεθ ο Β΄ μπήκε τελικά στην πόλη, κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έκλαψε αντικρίζοντας τις απώλειες και τα μεγαλοπρεπή της μνημεία. Κάποιοι καταγράφουν πως οι Τούρκοι φόρεσαν τα ιερατικά άμφια, με τα οποία έντυσαν ακόμα και τα σκυλιά τους, πέταξαν τις εικόνες σε μια τεράστια φωτιά και άρχισαν να ψήνουν κρέατα και να πίνουν ανέρωτο κρασί από τα δισκοπότηρα" [Τζουντιθ Χεριν, Τι είναι το Βυζάντιο; Ωκεανίδα, Αθήνα 2008, σελ. 594-595].

 

"...ο Μωάμεθ τοποθέτησε πίσω τους μια γραμμή από άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, οπλισμένους με μαστίγια και ρόπαλα, που είχαν διαταγές να τους παρακινούν και να κτυπούν και να δέρνουν οποιονδήποτε έδειχνε σημάδια ταλάντευσης. Πίσω από τη στρατονομία ήταν οι γενίτσαροι του σουλτάνου. Εάν κανείς φοβισμένος άτακτος άνοιγε δρόμο μέσα από την αστυνομία, έπρεπε να τον πετσοκόψουν με τα γιαταγάνια τους. Η επίθεση των βαζιβουζούκων εκτοξεύθηκε σε όλο το μήκος της γραμμής..." [Runciman Steven, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σελ. 202-203].