ΛΑΛΕΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΑΙ ΣΟΥ ΑΚΟΥΟΥΣΙΝ:
Το "ενιαίον" της θείας ουσίας
Το ενιαίον της θείας ουσίας ακραιφνώς και διακηρύκτως δηλώνει και επισφραγίζει την ύπαρξη ενός Θεού, παρά το γεγονός της υπάρξεως τριών θείων υποστάσεων. "Εις γαρ ο Κύριος και Θεός". Αναφερόμεθα σε μία ουσία, αμέριστη και αδιάσπαστη. Όταν υποστηρίζουμε ότι ο Υιός ευρίσκεται "εν τω Πατρί" τονίζουμε την αυτή ουσία, μια και ο Πατήρ, καθώς αϊδίως γεννά τον Υιό, κοινοποιεί την αυτή θεία ουσία, χωρίς ασφαλώς να σηματοδοτεί η ενέργεια αυτή αποξένωση ή αποβολή και περιφρόνηση της ουσίας εκ μέρους του Πατρός. Ωσαυτως, και περί της υποστάσεως του Παναγίου Πνεύματος. Αποτελεί δε καλόν εγχείρημα η επεξήγηση ότι το "ενιαίον" της θείας ουσίας διατρανώνεται κυρίως από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας , οι οποίοι ομιλούν για το "ενιαίον" και "αλλότριον της συνθέσεως" της θείας ουσίας, πάντοτε αναφορικά με τη διάκριση Ακτίστου - κτιστού, και δη εξαίροντας την "ενεργητικότητα"" των δυνάμεων του Θεού, με απώτερο στόχο να αναδυθεί ξεκάθαρα εις ημάς το "απλόν" και "ενιαίον" της θείας ουσίας.
"Το ενυπόστατον"
Αναφέρομαι στην έννοια "ενυπόστατον", της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έννοια ασύμβατος με την προτεσταντική θεολογία, έννοια όμως που ορθοδόξως διασαφηνίζει και επικυρώνει δογματικά τόσο την ενότητα των δύο φύσεων του Κυρίου, θεία και ανθρώπινη, όσο και την πραγματική υϊότητα του ανθρώπου Ιησού υπό τον Πατέρα. "Ενυπόστατον" σημαίνει ον, ουσία, υπόσταση, αυτό που υπάρχει κατ΄ ουσίαν και όχι "το μη είναι αυτό συμβεβηκός". Πιό συγκεκριμένα, σημαίνει πρόσωπο, το "ενύπαρκτον" κυρίως δε το "αυθύπαρκτον". Το ενυπόστατον, αναφορικά με το πρόσωπο του Κυρίου μας Χριστού, τονίζει την ποιοτική διαφορά του Ιησού ως ανθρώπου και της ζωής ενός εκάστου εξ ημών. Όχι ότι ο Κύριος προσέλαβε αιθέριον σώμα και φύση, αλλά τονίζει την ανθρώπινη ενέργεια του Ιησού ως ανθρώπου "εν τω προσώπω του θείου Λόγου", δηλαδή ασφαλώς και η ανθρώπινη φύση του Ιησού ήταν πραγματική , πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο αυτό ήταν "το αυτό προ της θείας αυτού φύσεως". Ωσαύτως, το "ανυπόστατον" σημαίνει το "μη πραγματικόν", το "μη υπαρκτόν".